ὑπασπίδιος

ὑπασπίδιος
ὑπασπ-ίδιος [pron. full] [πῐ], ον, ([etym.] ἀσπίς)
A covered with a shield, in Hom. only as Adv., ὑπασπίδια προποδίζων and προβιβῶντι ([etym.] -βῶντος) Il.13.158, 807, 16.609:—after Hom.as Adj.,

ὑ. πολεμιστής AsiusFr.Ep.13.7

K.; τὸν ὑ. κόσμον the body-armour and arms of Ajax, S.Aj.1408 (anap.); ὑ. κοῖτον ἰαύειν sleep an armed sleep, sleep in arms, E.Rh.740 (anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπασπίδιος — covered with a shield masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπασπίδιος — ον, Α 1. καλυμμένος με ασπίδα («ὑπασπίδιον πολεμιστήν», Άσι.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων» 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπασπίδια κάτω από ασπίδα 4. φρ. «ὑπασπίδιον κοῑτον ἰαύω» κοιμάμαι ένοπλος… …   Dictionary of Greek

  • ὑπασπίδιον — ὑπασπίδιος covered with a shield masc/fem acc sg ὑπασπίδιος covered with a shield neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπασπίδια — ὑπασπίδιος covered with a shield neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”